- μελιτοφόρος
- -ο(για φυτά και άνθη) αυτός που περιέχει ή εκχύνει νέκταρ («μελιτοφόρα άνθη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
быти — (>50000), ѤСМЬ, ѤСТЬ (в соч. с отрицанием не НѢСМЬ, НѢСТЬ); 3 л. мн. ч. СОУТЬ; 3 л. ед. ч. имперфекта БѦШЕ; 3 л. ед. ч. аориста БЫ и БѢ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Существовать; иметься: дъва разбо˫а ѥсте. ѥдинъ иже съвлачить съ оубогааго … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
μελιτογόνος — ο, θηλ. και α (Μ μελιτογόνος, ον) αυτός που παράγει ή που μπορεί να παράγει μέλι, μελιτοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + γόνος (< γίγνομαι)] … Dictionary of Greek